- χιλιάκριβος
- -η, -ο, Νμτφ. πάρα πολύ ακριβός, πολύτιμος (α. «και το ξανθό το μέλι / και το χιλιάκριβο πιοτό που διώχνει τις φροντίδες», Παλαμ.β. «για τη χιλιάκριβη τη λευτεριά», Ν. Καρβούνης).[ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο)-* + ακριβός].
Dictionary of Greek. 2013.